- φρεναδόρος
- ο тормозной кондуктор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φρεναδόρος — ο, Ν τροχοπεδητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρένο + κατάλ. δόρος (πρβλ. σαλτα δόρος, τζογα δόρος)] … Dictionary of Greek
φρεναδόρος — ο ο τροχοπεδητής (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σταχάνοφ, Αλεξέι Γκριγκόροβιτς — Σοβιετικός ανθρακωρύχος, ανακαινιστής της βιομηχανίας γαιανθράκων. Γεννήθηκε το 1906. Από το 1927 εργαζόταν στο ανθρακωρυχείο «Κεντρικό Ίρμινο» στην Καντίεφκα σαν φρεναδόρος και αργότερα στην εξόρυξη. Στις 31 Αυγούστου 1935 κατάρριψε ρεκόρ… … Dictionary of Greek